- αινιγματικότητα
- [-ης (-ητος)] η загадочность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
αινιγματικός — ή, ό (Μ αἰνιγματικός) όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα. ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα] … Dictionary of Greek